Η ελκώδης κολίτιδα είναι μία μορφή φλεγμονώδους εντερικής νόσου (IBD). Τα συμπτώματα της είναι χαρακτηριστικά έλκη ή ανοιχτές πληγές και βλεννοαιματηρή διάρροια. Η φλεγμονώδης εντερική νόσος συγχέεται συχνά με το πιο αθώο σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου, το οποίο μπορεί να προκαλέσει παρόμοια συμπτώματα (αλλαγή στις κενώσεις, είτε διαρροϊκές είτε δυσκοιλιότητα, σε συνδυασμό με πόνο και ενοχλήσεις).
Η ελκώδης κολίτιδα παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τη νόσο του Crohn, μια άλλη αυτοάνοση ασθένεια του παχέος εντέρου. Παλαιότερα πίστευαν ότι επρόκειτο για την ίδια ασθένεια. Σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι δύο διαφορετικές ασθένειες που ανήκουν στις Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσους του Εντέρου και παρόλο που έχουν αρκετές ομοιότητες έχουν και αρκετές διαφορές. Η σημαντικότερη διαφορά τους είναι ότι ενώ στην ελκώδη κολίτιδα πάσχει μόνο το παχύ έντερο, στη νόσο του Crohn μπορεί να υπάρχουν βλάβες και στο λεπτό έντερο, το στομάχι και στο στόμα. Επίσης στην ελκώδη κολίτιδα προσβάλλεται μόνο ο βλεννογόνος ενώ στην νόσο Crohn οι αλλοιώσεις εμβαθύνουν στα τοιχώματα του πεπτικού σωλήνα. Σε αντίθεση με τη νόσο του Crohn, η οποία μπορεί να επηρεάσει ολόκληρο τον πεπτικού σωλήνα, από το στόμα έως τον πρωκτό, η ελκώδης κολίτιδα προσβάλλει μόνο το παχύ έντερο. Εντοπίζεται πιο συχνά στην περιοχή του ορθού, αλλά μπορεί να εκτείνεται μέχρι την αριστερή κολική καμπή ή και σε ολόκληρο το παχύ έντερο.
Τιπροκαλεί την ελκώδη κολίτιδα;
Αν και η αιτία για την ελκώδη κολίτιδα παραμένει ασαφής, οι ερευνητές καταλαβαίνουν ότι το ανοσοποιητικό σύστημα υφίσταται μια ανώμαλη αντίδραση στο κόλον. Τα γονίδιά σας, το περιβάλλον και το ανοσοποιητικό σας σύστημα παίζουν κάποιο ρόλο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι με ελκώδη κολίτιδα δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό της πάθησης. Ωστόσο, είναι πιθανότερο να το αναπτύξετε εάν ο γονέας ή ο αδελφός έχει επίσης την προϋπόθεση.
Η ελκώδης κολίτιδα μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα πρόσωπο οποιασδήποτε φυλής, αλλά είναι πιο συχνή στους Καυκάσιους. Ορισμένες μελέτες δείχνουν πιθανή σχέση μεταξύ της χρήσης του φαρμάκου ισοτρετινοΐνη και της ελκώδους κολίτιδας. Η ισοτρετινοΐνη αντιμετωπίζει την κυστική ακμή.
Ποιαείναι τα συμπτώματα της ελκώδης κολίτιδας;
Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων ποικίλλει μεταξύ των προσβεβλημένων ατόμων. Περίπου το 50% των ανθρώπων που έχουν διαγνωστεί με ελκώδη κολίτιδα έχουν ήπια συμπτώματα. Ωστόσο, τα συμπτώματα μπορεί να είναι σοβαρά. Τα συνηθισμένα συμπτώματα της ελκώδους κολίτιδας περιλαμβάνουν:
κοιλιακό πόνο,
αυξημένους κοιλιακούς ήχους,
αιματηρές αφοδεύσεις,
διάρροια,
πυρετό,
πόνο στο ορθό,
απώλεια βάρους,
υποσιτισμό.
Η ελκώδης κολίτιδα μπορεί να προκαλέσει επιπλέον καταστάσεις όπως:
πόνο στις αρθρώσεις,
οίδημα των αρθρώσεων,
ναυτία και μειωμένη όρεξη,
προβλήματα δέρματος,
πληγές στο στόμα,
φλεγμονή των ματιών.
Πώς αντιμετωπίζεται η ελκώδης κολίτιδα;
Υπάρχουν φάρμακα που βελτιώνουν τα συμπτώματα της ελκώδους κολίτιδας. Ανάλογα με τα συμπτώματά σας, ο γιατρός σας δυνατόν να συνταγογραφήσει:
Φάρμακα που τοποθετείτε απευθείας στο ορθό (υποκλυσμοί), τα οποία αντιμετωπίζουν την ήπια φλεγμονή σε τοπικό επίπεδο. Τα κλύσματα αυτά απαιτείται να λαμβάνονται επί 3 εβδομάδες προκειμένου να ξεκινήσουν να αποδίδουν αποτελέσματα.
Φάρμακα που λαμβάνετε από το στόμα ως χάπια ή κόκκους.
Στην έξαρση της νόσου χορηγείται συνήθως κορτιζόνη, είτε από το στόμα είτε ενδοφλέβια, σε διάφορες μορφές (υδροκορτιζόνη, πρεδνιζόνη ή πρεδνιζολόνη, μεθυλ-πρεδνιζολόνη). Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν συνήθως οι γαστεντερολόγοι είναι η αντιστοιχία της κορτιζόνης από τη μια μορφή στην άλλη.
Σε πιο σοβαρής μορφής ελκώδη κολίτιδα χορηγούνται ανοσοτροποποιητικά φάρμακα που επιδρούν στο ανοσοποιητικό σύστημα παρέχοντας προστασία του βλεννογόνου του παχέος εντέρου. Τα φάρμακα αυτά είναι η 6-μερκαπτοπουρίνη και η αζαθειοπρίνη.
Θεραπεία δεν υπάρχει, ωστόσο μπορεί να γίνει περιορισμός των συμπτωμάτων και να μείνει η νόσος σε ύφεση με την χορήγηση κορτικοστεροειδών, με αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ανοσοκατασταλτικά, βιολογικούς παράγοντες, Όταν η νόσος είναι εκτεταμένη συνίσταται χειρουργική αντιμετώπιση , κολεκτομή (μερική ή ολική αφαίρεση του παχέος εντέρου με χειρουργική επέμβαση) και τοποθέτηση στομίας.
Θετικό οικογενειακό ιστορικό για ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο είναι δυνατόν να υπάρχει στο 17% των ασθενών. Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Προσβάλλει κατά κανόνα εφήβους και νέους ενήλικες 15-35 ετών, παρουσιάζει όμως και μία δεύτερη αύξηση της συχνότητας της μετά την ηλικία των 50 ετών. Από πρόσφατες μελέτες δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά στην συχνότητα μεταξύ των γυναικών και των ανδρών, αν και παλιότερα υπήρχε η άποψη ότι η νόσος είναι πιο συχνή στις γυναίκες. Η προσβολή στη βρεφική ηλικία ονομάζεται Very Early Onset (VEO) IBD.
Πηγη: https://peptiko.gr/elkodis-kolitida-nea-guidelines-ecco-2018/
Γαλανοπουλος Αθανασιος
Η ΓΝΩΜΗ ΣΟΥ ΜΕΤΡΑΕΙ